βουτυροκομία

βουτυροκομία
η
η παρασκευή βουτύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομία). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουτυροκομία — η 1. η τέχνη του βουτυροποιού. 2. η επιχείρηση του βουτυροποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μογκιλιόφ — Πόλη (371.300 κάτ. το 1999) της Λευκορωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται σε απόσταση 170 χλμ. από το Μινσκ και εκτείνεται στο μεγαλύτερο τμήμα της πάνω στη δεξιά όχθη του ποταμού Δνείπερου. Αποτελεί σπουδαίο σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • βουτυροκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βουτυροκομία: Το βούτυρο και η κρέμα γάλακτος είναι τα κυριότερα βουτυροκομικά προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροκομώ — είμαι βουτυροκόμος, ασχολούμαι με τη βουτυροκομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροποιία — η η βουτυροκομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”